FAQs About the word fleshing

σάρκα

of Flesh, A person devoted to fleshly things.

προσθέτω (σε),Αναπτύσσω,διευρύνω (στο ή στο),επεξεργάζομαι (για),μεγέθυνση (σε ή πάνω),επεκτείνω,συμπλήρωμα,ενισχύω,συμπλήρωμα,τρέχω

πυκνώνω,Σύμβαση,βραχύνω,συνοψίζω,συντομογραφία,Συντομεύω,συμπιέζω,περίγραμμα,συνοψίζω

fleshiness => σαρκώδης, fleshhood => Σαρκοφάγια, flesher => χασάπης, fleshed out => αναπτυγμένος, fleshed => σαρκώδης,