Greek Meaning of fleshing
σάρκα
Other Greek words related to σάρκα
Nearest Words of fleshing
Definitions and Meaning of fleshing in English
fleshing (p. pr. & vb. n.)
of Flesh
fleshing (n.)
A person devoted to fleshly things.
FAQs About the word fleshing
σάρκα
of Flesh, A person devoted to fleshly things.
προσθέτω (σε),Αναπτύσσω,διευρύνω (στο ή στο),επεξεργάζομαι (για),μεγέθυνση (σε ή πάνω),επεκτείνω,συμπλήρωμα,ενισχύω,συμπλήρωμα,τρέχω
πυκνώνω,Σύμβαση,βραχύνω,συνοψίζω,συντομογραφία,Συντομεύω,συμπιέζω,περίγραμμα,συνοψίζω
fleshiness => σαρκώδης, fleshhood => Σαρκοφάγια, flesher => χασάπης, fleshed out => αναπτυγμένος, fleshed => σαρκώδης,