FAQs About the word flesh out

διευκρινίζω

make fat or plump, add details, as to an account or idea; clarify the meaning of and discourse in a learned way, usually in writing, become round, plump, or sha

προσθέτω (σε),Αναπτύσσω,διευρύνω (στο ή στο),επεξεργάζομαι (για),μεγέθυνση (σε ή πάνω),επεκτείνω,συμπλήρωμα,ενισχύω,συμπλήρωμα,τρέχω

πυκνώνω,Σύμβαση,βραχύνω,συνοψίζω,συντομογραφία,Συντομεύω,συμπιέζω,περίγραμμα,συνοψίζω

flesh fly => Μύγα σαρκοφάγου, flesh => κρέας, flense => γδέρνω, flench => flench, flemish-speaking => φλαμανδικά,