Greek Meaning of shriveled
ζαρωμένος
Other Greek words related to ζαρωμένος
Nearest Words of shriveled
- shrivel up => Μαραζώνω
- shrivel => μαραίνομαι
- shrived => εξομολογημένο
- shrive => εξομολογώ
- shrivalty => Κυριότητα
- shrink-wrapped software => Λογισμικό περιτυλιγμένο σε μεμβράνη
- shrink-wrap => Συρρικνούμενη μεμβράνη
- shrinkwrap => συρρικνωτική μεμβράνη
- shrinkingly => συρρικνωμένος
- shrinking violet => Ντροπαλός
Definitions and Meaning of shriveled in English
shriveled (s)
(used especially of vegetation) having lost all moisture
lean and wrinkled by shrinkage as from age or illness
reduced in efficacy or vitality or intensity
shriveled (imp. & p. p.)
of Shrivel
FAQs About the word shriveled
ζαρωμένος
(used especially of vegetation) having lost all moisture, lean and wrinkled by shrinkage as from age or illness, reduced in efficacy or vitality or intensityof
αδύνατος,μαραμένος,μαραμένος,οστεώδης,πτωματώδης,αδύνατος,ταλαιπωρημένος,ψηλόλιγνος,Λιγερός,αδύνατο
γεροδεμένος,μυώδης,Μυώδης,παχουλός,κορpulεντ,λίπος,κατάλληλο,Σαρκώδης,υγιής,υγιής
shrivel up => Μαραζώνω, shrivel => μαραίνομαι, shrived => εξομολογημένο, shrive => εξομολογώ, shrivalty => Κυριότητα,