Greek Meaning of skeletal
σκελετικός
Other Greek words related to σκελετικός
Nearest Words of skeletal
- skeletal frame => Σκελετός
- skeletal muscle => Σκελετικός μυς
- skeletal structure => Σκελετική δομή
- skeletal system => σκελετός
- skeletogenous => σκελετογόνος
- skeletology => Οστεολογία
- skeleton => σκελετός
- skeleton fork fern => Σκελετόμορφο μέρος
- skeleton in the closet => Ο σκελετός στην ντουλάπα
- skeleton in the cupboard => Σκελετός στην ντουλάπα
Definitions and Meaning of skeletal in English
skeletal (a)
of or relating to or forming or attached to a skeleton
skeletal (s)
very thin especially from disease or hunger or cold
skeletal (a.)
Pertaining to the skeleton.
FAQs About the word skeletal
σκελετικός
of or relating to or forming or attached to a skeleton, very thin especially from disease or hunger or coldPertaining to the skeleton.
αδύνατος,ταλαιπωρημένος,οστεώδης,πτωματώδης,αδύνατος,Πεινασμένος,πεινασμένος,πεινασμένος,οστεώδης,ψηλόλιγνος
γεροδεμένος,μυώδης,Μυώδης,παχουλός,κορpulεντ,λίπος,κατάλληλο,Σαρκώδης,υγιής,υγιής
skelet => σκελετός, skeldrake => Skeldrake, skeine => κουβάρι, skein => νήμα, skegger => Πτερύγιο,