Greek Meaning of corpulent

κορpulεντ

Other Greek words related to κορpulεντ

Definitions and Meaning of corpulent in English

Wordnet

corpulent (s)

excessively fat

FAQs About the word corpulent

κορpulεντ

excessively fat

λίπος,παχουλός,γύρος,παχύσαρκος,παχουλός,Σαρκώδης,γεμάτος,αηδιαστικός,βαρύς,χάσκι

γωνιακός,οστεώδης,πτωματώδης,αδύνατος,αδύνατος,ταλαιπωρημένος,ψηλόλιγνος,Λιγερός,άπαχο,αδύνατο

corpulency => παχυσαρκία, corpulence => παχυσαρκία, corpse => πτώμα, corps of engineers => σώμα μηχανικών, corps diplomatique => Διπλωματικό σώμα,