Greek Meaning of endomorphic

Ενδομορφικός

Other Greek words related to Ενδομορφικός

Definitions and Meaning of endomorphic in English

Wordnet

endomorphic (a)

having a squat and fleshy build

FAQs About the word endomorphic

Ενδομορφικός

having a squat and fleshy build

γεροδεμένος,παχύσαρκος,ογκώδης,παχουλός,κορpulεντ,λίπος,Σαρκώδης,παχύσαρκος,λιπαρός,παχύσαρκος

γωνιακός,οστεώδης,αδύνατος,ψηλόλιγνος,Λιγερός,άπαχο,αδύνατο,νευρώδης,σκελετικός,αδύνατο

endomorph => ενδόμορφος, endometrium => Ενδομήτριο, endometritis => Ενδομητρίτιδα, endometriosis => Ενδομητρίωση, endometrial carcinoma => Καρκίνος του ενδομητρίου,