Greek Meaning of willowy
λυγερός
Other Greek words related to λυγερός
Nearest Words of willowy
Definitions and Meaning of willowy in English
willowy (s)
slender and graceful
willowy (a.)
Abounding with willows.
Resembling a willow; pliant; flexible; pendent; drooping; graceful.
FAQs About the word willowy
λυγερός
slender and gracefulAbounding with willows., Resembling a willow; pliant; flexible; pendent; drooping; graceful.
ευέλικτος,μαλακός,εύκαμπτος,εύπλαστος,πλαστικό,εύκαμπτος, εύπλαστος,προσαρμοστικός,εύκαμπτος,ευλύγιστος,ευλύγιστος
άκαμπτος,άκαμπτος,άκαμπτος,άκαμπτος,εύθραυστος,εύθραυστος,ανελαστικό,αμετάπειστος,εύθραυστος,άκαμπτος
willow-wort => Φλόμος, willow-weed => Φυτειά, willowware => Willowware, willow-thorn => Ακανθα της ιτιάς, willow-pattern => μοτίβο ιτιάς,