Greek Meaning of bendy
εύκαμπτος
Other Greek words related to εύκαμπτος
Nearest Words of bendy
Definitions and Meaning of bendy in English
bendy (a.)
Divided into an even number of bends; -- said of a shield or its charge.
FAQs About the word bendy
εύκαμπτος
Divided into an even number of bends; -- said of a shield or its charge.
ευέλικτος,μαλακός,πλαστικό,προσαρμοστικός,ελαστικός,εύκαμπτος,εύπλαστος,ευλύγιστος,ευλύγιστος,ευλύγιστος
άκαμπτος,άκαμπτος,άκαμπτος,άκαμπτος,εύθραυστος,εύθραυστος,ανελαστικό,αμετάπειστος,εύθραυστος,άκαμπτος
bendwise => κάμψη, bends => στροφές, bendopa => Μπεντόπα, bendlet => Μπεντλέ, bending => κάμψη,