Greek Meaning of kneadable

ζυμώσιμος

Other Greek words related to ζυμώσιμος

Definitions and Meaning of kneadable in English

Webster

kneadable (a.)

That may be kneaded; capable of being worked into a mass.

FAQs About the word kneadable

ζυμώσιμος

That may be kneaded; capable of being worked into a mass.

προσαρμοστικός,εύπλαστος,ελαστικός,Ρευστό,λειαντός,τροποποιήσιμος,πλαστικό,εύκαμπτος, εύπλαστος,εύκαμπτος, εύπλαστος,μεταβλητή

άκαμπτος,άκαμπτος,άκαμπτος,άκαμπτος,εύθραυστος,εύθραυστος,ανελαστικό,αμετάπειστος,εύθραυστος,άκαμπτος

knead => ζυμώνω, knawel => ἄνισον, knawe => κανναβάρος, knaw => Τρώω, knavishness => κακοήθεια,