Greek Meaning of stout
γεροδεμένος
Other Greek words related to γεροδεμένος
- ανθεκτικός
- ανώμαλος
- δυνατός
- γερός
- χυτοσίδηρος
- ανθεκτικός
- σκληρός
- σκληρυμένο
- υγιής
- robust
- σκληρός
- ζωηρός
- υγιής
- μυώδης
- ανθεκτικός
- αιώνιος
- κατάλληλο
- Φlinstones
- ακμάζων
- οχυρωμένος
- υγιής
- σκληραγωγημένος
- χάσκι
- αθάνατος
- άφθαρτο
- συνηθισμένος
- διαρκής
- δερματώδης
- σφριγηλός
- Μυώδης
- μόνιμο
- ευημερούσα
- ανθεκτικός
- έμπειρος
- ήχος
- σταθερός
- σταθερός
- Αδιάβροχο
- αμετάβλητος
- σωματώδης
- θερμικός
- επίμονος
- ακμάζων
- σκληρυμένο
- αμετάπειστος
- ανδροπρεπής
- διαμονή
- λεπτός
- μαλακός
- τρυφερό
- Αδύναμος
- ανάπηρος
- εξασθενημένος
- άρρωστος
- ευνουχισμένος
- εξασθενημένος
- εξαντλημένος
- εύθραυστος
- εύθραυστος
- ανίκανος
- άρρωστος
- αδύναμος
- ευαίσθητος
- ευαίσθητος
- προβληματικός
- ευάλωτος
- σπαταλημένος
- εξασθενημένος
- φθαρμένος
- Μη ανθεκτικό στο κρύο
- εξαντλημένος
- θνητός
- φθαρτός
- ακαταμάχητος
- ερειπωμένος
- αποκαμωμένος
- Προσωρινός
- παροδικός
- δίχως αντίσταση
- Φθαρμένος
- υποχωρητικός
Nearest Words of stout
Definitions and Meaning of stout in English
stout (n)
a strong very dark heavy-bodied ale made from pale malt and roasted unmalted barley and (often) caramel malt with hops
a garment size for a large or heavy person
stout (s)
dependable
euphemisms for `fat'
having rugged physical strength; inured to fatigue or hardships
FAQs About the word stout
γεροδεμένος
a strong very dark heavy-bodied ale made from pale malt and roasted unmalted barley and (often) caramel malt with hops, a garment size for a large or heavy pers
ανθεκτικός,ανώμαλος,δυνατός,γερός,χυτοσίδηρος,ανθεκτικός,σκληρός,σκληρυμένο,υγιής,robust
λεπτός,μαλακός,τρυφερό,Αδύναμος,ανάπηρος,εξασθενημένος,άρρωστος,ευνουχισμένος,εξασθενημένος,εξαντλημένος
stoup => κολυμβήθρα, stotinka => Στοτίνκα, storyteller => Αφηγητής, storyline => Πλοκή, storybook => βιβλίο ιστοριών,