Greek Meaning of seasoned
έμπειρος
Other Greek words related to έμπειρος
- ικανός
- επιτευχθείς
- άσσος
- ικανός
- ικανός
- Ικανός
- έμπειρος
- ειδικός
- κύριος
- αριστοτεχνικός
- αριστοτεχνικά
- ασκήθηκε
- εξασκηθείς
- επιδέξιος
- κατάλληλος
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- κατάλληλος
- Βετεράνος
- ίδιος
- κατάλληλο
- καλός
- προετοιμασμένος
- Έτοιμος
- εκπαιδευμένος
- ευέλικτος
- ευέλικτος
- κατάλληλος
- Πρωτεϊκός
- εκπαιδευμένος
- Ευέλικτος
- πρόθυμος
- υπερπροσοντούχος
Nearest Words of seasoned
Definitions and Meaning of seasoned in English
seasoned (a)
aged or processed
seasoned (s)
rendered competent through trial and experience
seasoned (imp. & p. p.)
of Season
FAQs About the word seasoned
έμπειρος
aged or processed, rendered competent through trial and experienceof Season
ικανός,επιτευχθείς,άσσος,ικανός,ικανός,Ικανός,έμπειρος,ειδικός,κύριος,αριστοτεχνικός
ανίκανος,άπειρος,φτωχός,ακατάλληλος,ανειδίκευτος,ανειδίκευτος,αρχή,Πράσινο,Άπειρος,νέος
seasonally => εποχιακά, seasonal worker => Εποχικός εργάτης, seasonal adjustment => Εποχιακή προσαρμογή, seasonal => εποχιακός, seasonage => εποχή,