FAQs About the word seasonally

εποχιακά

depending on the season

No synonyms found.

No antonyms found.

seasonal worker => Εποχικός εργάτης, seasonal adjustment => Εποχιακή προσαρμογή, seasonal => εποχιακός, seasonage => εποχή, seasonably => ανάλογα με την εποχή,