Greek Meaning of seasonage
εποχή
Other Greek words related to εποχή
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of seasonage
- seasonably => ανάλογα με την εποχή
- seasonableness => εποχικότητα
- seasonable => εποχιακός
- season ticket => Εισιτήριο διαρκείας
- season => εποχή
- seasnail => Θαλάσσιος σαλιγκάρι
- seaside scrub oak => Αιγιαλίτιδα βελανιδιά
- seaside mahoe => Ιβίσκος ακτής
- seaside goldenrod => Χρυσόβεργα θαλάσσια
- seaside daisy => χαμομήλι της παραλίας
Definitions and Meaning of seasonage in English
seasonage (n.)
A seasoning.
FAQs About the word seasonage
εποχή
A seasoning.
No synonyms found.
No antonyms found.
seasonably => ανάλογα με την εποχή, seasonableness => εποχικότητα, seasonable => εποχιακός, season ticket => Εισιτήριο διαρκείας, season => εποχή,