Greek Meaning of seasonableness

εποχικότητα

Other Greek words related to εποχικότητα

Definitions and Meaning of seasonableness in English

Wordnet

seasonableness (n)

being at the right time

FAQs About the word seasonableness

εποχικότητα

being at the right time

ευκαιρία,πρακτικότητα,επικαιρότητα,χρησιμότητα,σκοπιμότητα,επιθυμητότητα,απολαυστικότητα,σκοπιμότητα,εφικτότητα,κερδοφορία

Απροσεξία,ακαταλληλότητα,Ανεπάρκεια,Ανοησία,μη πρακτικότητα,μη σκοπιμότητα,ασύνεση,Ανεπάρκεια,ακαταλληλία,αναντιστοιχία

seasonable => εποχιακός, season ticket => Εισιτήριο διαρκείας, season => εποχή, seasnail => Θαλάσσιος σαλιγκάρι, seaside scrub oak => Αιγιαλίτιδα βελανιδιά,