Greek Meaning of advantageousness
πλεονέκτημα
Other Greek words related to πλεονέκτημα
Nearest Words of advantageousness
Definitions and Meaning of advantageousness in English
advantageousness (n)
the quality of being encouraging or promising of a successful outcome
advantageousness (n.)
Profitableness.
FAQs About the word advantageousness
πλεονέκτημα
the quality of being encouraging or promising of a successful outcomeProfitableness.
σκοπιμότητα,ωφελιμότητα,επιθυμητότητα,κερδοφορία,σκοπιμότητα,απολαυστικότητα,σκοπιμότητα,σκοπιμότητα,εφικτότητα,κρίση
Απροσεξία,ακαταλληλότητα,Ανεπάρκεια,Ανοησία,μη πρακτικότητα,Ανεπάρκεια,μη σκοπιμότητα,ασύνεση,ασυμβατότητα,ακαταλληλία
advantageously => επωφελώς, advantageous => ευνοϊκός, advantaged => πλεονεκτικός, advantageable => επωφελής, advantage => πλεονέκτημα,