Greek Meaning of advantageously

επωφελώς

Other Greek words related to επωφελώς

Definitions and Meaning of advantageously in English

Wordnet

advantageously (r)

in a manner affording benefit or advantage

Webster

advantageously (adv.)

Profitably; with advantage.

FAQs About the word advantageously

επωφελώς

in a manner affording benefit or advantageProfitably; with advantage.

ευχάριστα,θετικά,λεπτομερώς,ευτυχώς,μεγαλοπρεπώς,ευτυχισμένος,βοηθητικά,μεγαλοπρεπώς,ευχάριστα,υπέροχα

τρομερά,άσχημα,δυσάρεστα,φοβερά,φρικτά,άρρωστος,τρομερά,δυσάρεστα,απαίσια,φρικτά

advantageous => ευνοϊκός, advantaged => πλεονεκτικός, advantageable => επωφελής, advantage => πλεονέκτημα, advancive => προχωρημένος,