Greek Meaning of dreamily

ονειρικά

Other Greek words related to ονειρικά

Definitions and Meaning of dreamily in English

Wordnet

dreamily (r)

in a dreamy manner

Webster

dreamily (adv.)

As if in a dream; softly; slowly; languidly.

FAQs About the word dreamily

ονειρικά

in a dreamy mannerAs if in a dream; softly; slowly; languidly.

ευχάριστα,όμορφα,γοητευτικά,νόστιμος,ευχάριστα,γοητευτικά,ευχάριστα,θετικά,λεπτομερώς,ένδοξα

τρομερά,άσχημα,δυσάρεστα,φοβερά,φρικτά,άρρωστος,αηδιαστικά,τρομερά,δυσάρεστα,απαίσια

dreamfully => ονειρικά, dreamful => ονειρικός, dreamer => ονειροπόλος, dreamed => ονειρεύτηκα, dream up => ονειρεύομαι,