Greek Meaning of dreaming
ονειρευόμενος
Other Greek words related to ονειρευόμενος
- απορροφάται
- Ονειροπόλημα ξύπνιοι
- ονειρικός
- απορροφημένος
- πρόθεση
- στοχαστικός
- απών
- απρόσεκτος
- αφηρημένος
- αποσπασμένος
- μακριά
- λήθη
- απρόσεκτος
- ανυποψίαστος
- προβληματισμένος
- ενθουσιασμένος
- εν αγνοία
- Αναίσθητος
- απρόσεκτος (aprósektos)
- μπερδεμένος
- μπερδεμένος
- απορημένος
- Άσχετος
- μπερδεμένος
- ζαλισμένος
- επιπόλαιος
- ομιχλώδης
- ξεχασιάρης
- θολό
- απρόσεκτος
- αναίσθητος
- μπερδεμένος
- αφηρημένος
- εστίαση
- Απροσδιόριστος
- απρόσεκτος
- άθελά του
- ανεπαίσθητος
- απρόσεκτος
- απρόσεκτος
- άθελά του
- ελεύθερος
Nearest Words of dreaming
Definitions and Meaning of dreaming in English
dreaming (n)
imaginative thoughts indulged in while awake
a series of mental images and emotions occurring during sleep
dreaming (p. pr. & vb. n.)
of Dream
FAQs About the word dreaming
ονειρευόμενος
imaginative thoughts indulged in while awake, a series of mental images and emotions occurring during sleepof Dream
απορροφάται,Ονειροπόλημα ξύπνιοι,ονειρικός,απορροφημένος,πρόθεση,στοχαστικός,απών,απρόσεκτος,αφηρημένος,αποσπασμένος
συναγερμός,ζωντανός,προσεκτικός, προσεκτική,ενήμερος,συνειδητός,αρραβωνιασμένος,ενσυνείδητος,παρατηρώντας,άγρυπνος,επιφυλακτικός
dreaminess => Ονειροπόληση, dreamily => ονειρικά, dreamfully => ονειρικά, dreamful => ονειρικός, dreamer => ονειροπόλος,