Greek Meaning of unfocused
εστίαση
Other Greek words related to εστίαση
- αμνησιακός
- μπερδεμένος
- απορημένος
- μπερδεμένος
- ζαλισμένος
- μπερδεμένος
- αμελής
- αφηρημένος
- γεροντικός
- απών
- αφηρημένος
- αμνησιακός
- θαμπός
- μπερδεμένος
- απρόσεκτος
- ξεχασιάρης
- απρόσεκτος
- απρόσεκτος
- αναίσθητος
- χαλαρός
- χαμένος
- αμελής
- ανυποψίαστος
- προβληματισμένος
- αμελής
- Χαλαρός
- απρόσεκτος
- απρόσεκτος (aprósektos)
- απρόσεκτος
- εν αγνοία
- Αναίσθητος
- άθελά του
- ανεπαίσθητος
- απρόσεκτος
Nearest Words of unfocused
Definitions and Meaning of unfocused in English
unfocused (a)
(of an image) not being in or brought into focus
unfocused (s)
not concentrated at one point or upon one objective
FAQs About the word unfocused
εστίαση
(of an image) not being in or brought into focus, not concentrated at one point or upon one objective
αμνησιακός,μπερδεμένος,απορημένος,μπερδεμένος,ζαλισμένος,μπερδεμένος,αμελής,αφηρημένος,γεροντικός,απών
συναγερμός,προσεκτικός, προσεκτική,ξύπνιος,προσεκτικός,προσεκτικός,απότομος,ρετέντιβο,κοφτερός,στοχαστικός,άγρυπνος
unflustered => ψύχραιμος, unflurried => ατάραχος, unfluctuating => αμετάβλητο, unflower => Ηλίανθος, unflinching => σταθερός,