Greek Meaning of bemused
μπερδεμένος
Other Greek words related to μπερδεμένος
- απορημένος
- μπερδεμένος
- ζαλισμένος
- αποσπασμένος
- έκπληκτη
- Στη θάλασσα
- δαιμονισμένος
- μπερδεμένος
- μπερδεμένος
- ζαλισμένος
- νυσταγμένος
- ομιχλώδης
- ανάμικτος
- Μπερδεμένος
- Εικονοστοιχειωμένος
- μεθυσμένος
- με δύναμη
- Κακοποιημένος
- σοκαρισμένος από το κέλυφος
- αραιωμένο
- έκθαμβος
- μπερδεμένος
- μπερδεμένος
- <ins>μπερδεμένος</ins>
- θαμπός
- εξαντλημένος
- μουδιασμένος
- με ψήφους
- ανόητος
- ευτυχισμένος
- αποκομμένος
- διαστημικός
- ευρύχωρος
- Αναίσθητος
- εξαντλημένος
- ράκος
Nearest Words of bemused
Definitions and Meaning of bemused in English
bemused (s)
deeply absorbed in thought
perplexed by many conflicting situations or statements; filled with bewilderment
FAQs About the word bemused
μπερδεμένος
deeply absorbed in thought, perplexed by many conflicting situations or statements; filled with bewilderment
απορημένος,μπερδεμένος,ζαλισμένος,αποσπασμένος,έκπληκτη,Στη θάλασσα,δαιμονισμένος,μπερδεμένος,μπερδεμένος,ζαλισμένος
συναγερμός,καθαρό μυαλό,συνειδητός
bemuse => αποπροσανατολίζω, bemuffle => θαμπώνω, bemuddle => μπέρδεμα, bemourn => θρηνώ, bemonster => τέρας,