Greek Meaning of spaced

αραιωμένο

Other Greek words related to αραιωμένο

Definitions and Meaning of spaced in English

Wordnet

spaced (s)

spaced apart

Wordnet

spaced (a)

arranged with spaces between; often used as a combining form

FAQs About the word spaced

αραιωμένο

spaced apart, arranged with spaces between; often used as a combining form

παράξενος/η,τρελός,περίεργος,εκκεντρικός,ασταθής,αστείο,μονός,περίεργος,αξιοσημείωτος,περίεργο

μέσος,συνηθισμένος,συντηρητικός,συμβατικός,κάθε μέρα,κήπος,φυσιολογικός,συνηθισμένος,πεζός,ρουτίνα

spacecraft event time => Ώρα εκδήλωσης διαστημικού σκάφους, spacecraft clock time => Χρόνος ρολογιού διαστημικού σκάφους, spacecraft => Διαστημόπλοιο, space writer => Διαστημικός συγγραφέας, space walk => Διαστημικός περίπατος,