Greek Meaning of crotchety

ευέξαπτος

Other Greek words related to ευέξαπτος

Definitions and Meaning of crotchety in English

Wordnet

crotchety (s)

having a difficult and contrary disposition

FAQs About the word crotchety

ευέξαπτος

having a difficult and contrary disposition

ευερέθιστος,γκρινιάρης,χολερικός,γκρινιάρης,γκρινιάρης,σταυρός,Γκρινιάρης,φλογερός,Γκρινιάρης,γκρινιάρης

Φιλικός,ευχάριστος,φιλικός,φιλικός,φιλικός,εξωστρεφής,εξωστρεφής,φιλικός,λαμπρός,καλόκαρδος

crotchetiness => εκκεντρικότητα, crotchet => Τεταρτημόριο, crotched => κρατημα, crotch hair => Τρίχες στο αιδοίο, crotch chain => Αλυσίδα βουβωνικής χώρας,