Greek Meaning of crotchety
ευέξαπτος
Other Greek words related to ευέξαπτος
- ευερέθιστος
- γκρινιάρης
- χολερικός
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- σταυρός
- Γκρινιάρης
- φλογερός
- Γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- ευέξαπτος
- εκνευρισμένος
- παθιασμένος
- δύστροπος
- γκρινιάρης
- πείσμων
- ακανθώδης
- βραχνός
- φθαρμένος
- ευαίσθητος
- ευέξαπτος
- απότομος
- σαρκαστικός
- πνιγηρός
- ευερέθιστος
- σφηκοειδής
- Σε κακή διάθεση
- εκτός λειτουργίας
- σαρκαστικός
- επιχειρηματικός
- πτωτικός
- πολεμοχαρής
- εμπόλεμος
- χολερικός
- μαχητικός
- Αμφιλεγόμενος
- σταυροειδής
- δυσάρεστος
- φιλονικητής
- δυσπεπτικός
- ευέξαπτος
- ανήσυχος
- θυμωμένος
- Κακόκεφος
- Κακότροπος
- Ευερέθιστος (Efvréthistos)
- Απρεπής
- διεστραμμένος
- μαχητικός
- φιλονικός
- γκρινιάρης
- ευέξαπτος
- φτωχό
- κοντός
- Ζωηρό
- Σναρλ
- σουμπρός
- κατσούφης
- μουρτζούφλης
- ευέξαπτος
- ευαίσθητος
- άγριος
- άσεμνος
- μουτρωμένος
- σύντομος
Nearest Words of crotchety
- crotchetiness => εκκεντρικότητα
- crotchet => Τεταρτημόριο
- crotched => κρατημα
- crotch hair => Τρίχες στο αιδοίο
- crotch chain => Αλυσίδα βουβωνικής χώρας
- crotch => καβάλο
- crotaphytus => Crotaphytus
- crotaphion => κρόταφος
- crotalus viridis => Κροταλία η χλωρή
- crotalus tigris => Δυτική διαμαντόφιδη κουδουνίστρα
Definitions and Meaning of crotchety in English
crotchety (s)
having a difficult and contrary disposition
FAQs About the word crotchety
ευέξαπτος
having a difficult and contrary disposition
ευερέθιστος,γκρινιάρης,χολερικός,γκρινιάρης,γκρινιάρης,σταυρός,Γκρινιάρης,φλογερός,Γκρινιάρης,γκρινιάρης
Φιλικός,ευχάριστος,φιλικός,φιλικός,φιλικός,εξωστρεφής,εξωστρεφής,φιλικός,λαμπρός,καλόκαρδος
crotchetiness => εκκεντρικότητα, crotchet => Τεταρτημόριο, crotched => κρατημα, crotch hair => Τρίχες στο αιδοίο, crotch chain => Αλυσίδα βουβωνικής χώρας,