Greek Meaning of pettish

γκρινιάρης

Other Greek words related to γκρινιάρης

Definitions and Meaning of pettish in English

Wordnet

pettish (s)

easily irritated or annoyed

Webster

pettish (a.)

Fretful; peevish; moody; capricious; inclined to ill temper.

FAQs About the word pettish

γκρινιάρης

easily irritated or annoyedFretful; peevish; moody; capricious; inclined to ill temper.

φλογερός,ευερέθιστος,χολερικός,γκρινιάρης,σταυρός,ευέξαπτος,Γκρινιάρης,γκρινιάρης,ευέξαπτος,παθιασμένος

Φιλικός,ευχάριστος,φιλικός,φιλικός,φιλικός,εξωστρεφής,εξωστρεφής,φιλικός,λαμπρός,καλόκαρδος

petting zoo => Χαϊδολογικός ζωολογικός κήπος, petting => χάϊδεμα, pettiness => μικροπρέπεια, pettily => μίζερα, pettifogulize => Παζάρι,