Greek Meaning of dyspeptic
δυσπεπτικός
Other Greek words related to δυσπεπτικός
- οξύ
- θυμωμένος
- χολερικός
- γκρινιάρης
- δυσάρεστος
- εκνευρισμένος
- ευερέθιστος
- εκνευρισμένος
- σπληνικός
- μουρτζούφλης
- πτωτικός
- αιματηρό
- χολερικός
- ευέξαπτος
- καταθλιπτικός
- Γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- Κακόκεφος
- Κακότροπος
- Ευερέθιστος (Efvréthistos)
- Αγανακτισμένος
- ευέξαπτος
- τρελός
- δύστροπος
- πείσμων
- γκρινιάρης
- απότομος
- ευερέθιστος
- αναστατωμένος
- επιχειρηματικός
- Αμφιλεγόμενος
- αντίθετος
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- καταραμένος
- κατσούφης
- επιλεκτικός
- σκυθρωπός
- οργισμένος
- κατσούφης
- πιπεράτος
- ευέξαπτος
- ευέξαπτος
- κατσούφης
- ευαίσθητος
- Καθηλωμένος
- δασκάλα
- σαρκαστικός
- ευχάριστος
- φιλικός
- φιλικός
- καλοήθης
- φιλικός
- φιλικός
- ήπιος
- καλόκαρδος
- ευγενικός
- ευχάριστος
- γλυκό
- ανθρακούχος
- Ήρεμος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- περιεχόμενο
- αφρώδης
- ενθουσιώδης
- χαρούμενος
- καλοδιάθετος
- Καλοσυνάτος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- ανέμελος
- ζωηρός
- ωραίο
- ασθενής
- ήρεμος
- Ζωντανός
- με καλή διάθεση
- μακρόθυμος
- Γαλήνιος
- ανεκτικός
Nearest Words of dyspeptic
Definitions and Meaning of dyspeptic in English
dyspeptic (n)
a person suffering from indigestion
dyspeptic (s)
suffering from dyspepsia
irritable as if suffering from indigestion
dyspeptic (a.)
Alt. of Dyspeptical
dyspeptic (n.)
A person afflicted with dyspepsia.
FAQs About the word dyspeptic
δυσπεπτικός
a person suffering from indigestion, suffering from dyspepsia, irritable as if suffering from indigestionAlt. of Dyspeptical, A person afflicted with dyspepsia.
οξύ,θυμωμένος,χολερικός,γκρινιάρης,δυσάρεστος,εκνευρισμένος,ευερέθιστος,εκνευρισμένος,σπληνικός,μουρτζούφλης
ευχάριστος,φιλικός,φιλικός,καλοήθης,φιλικός,φιλικός,ήπιος,καλόκαρδος,ευγενικός,ευχάριστος
dyspepsy => Δυσπεψία, dyspepsia => Δυσπεψία, dysostosis multiplex => Δυσόστωση πολλαπλή, dysosmia => Ανοσμία, dysomia => Δισωμία,