Greek Meaning of splenetic
σπληνικός
Other Greek words related to σπληνικός
- οξύ
- θυμωμένος
- χολερικός
- γκρινιάρης
- δυσάρεστος
- δυσπεπτικός
- εκνευρισμένος
- ευερέθιστος
- εκνευρισμένος
- μουρτζούφλης
- πτωτικός
- αιματηρό
- χολερικός
- Αμφιλεγόμενος
- ευέξαπτος
- καταθλιπτικός
- γκρινιάρης
- Κακόκεφος
- Κακότροπος
- Ευερέθιστος (Efvréthistos)
- Αγανακτισμένος
- ευέξαπτος
- τρελός
- δύστροπος
- πιπεράτος
- πείσμων
- γκρινιάρης
- απότομος
- ευερέθιστος
- αναστατωμένος
- επιχειρηματικός
- αντίθετος
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- καταραμένος
- κατσούφης
- επιλεκτικός
- σκυθρωπός
- Γκρινιάρης
- οργισμένος
- κατσούφης
- ευέξαπτος
- ευέξαπτος
- κατσούφης
- ευαίσθητος
- Καθηλωμένος
- δασκάλα
- σαρκαστικός
- ευχάριστος
- φιλικός
- φιλικός
- καλοήθης
- χαρούμενος
- φιλικός
- ενθουσιώδης
- φιλικός
- ήπιος
- καλόκαρδος
- ευγενικός
- ευχάριστος
- γλυκό
- ανθρακούχος
- Ήρεμος
- χαρούμενος
- περιεχόμενο
- αφρώδης
- χαρούμενος
- καλοδιάθετος
- Καλοσυνάτος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- ανέμελος
- ζωηρός
- ωραίο
- ήρεμος
- Ζωντανός
- με καλή διάθεση
- μακρόθυμος
- ασθενής
- Γαλήνιος
- ανεκτικός
Nearest Words of splenetic
Definitions and Meaning of splenetic in English
splenetic (a)
of or relating to the spleen
splenetic (s)
very irritable
FAQs About the word splenetic
σπληνικός
of or relating to the spleen, very irritable
οξύ,θυμωμένος,χολερικός,γκρινιάρης,δυσάρεστος,δυσπεπτικός,εκνευρισμένος,ευερέθιστος,εκνευρισμένος,μουρτζούφλης
ευχάριστος,φιλικός,φιλικός,καλοήθης,χαρούμενος,φιλικός,ενθουσιώδης,φιλικός,ήπιος,καλόκαρδος
splenectomy => σπληνεκτομή, splendour => Μεγαλοπρέπεια, splendor => Μεγαλοπρέπεια, splendiferous => λαμπρός, splendidly => υπέροχα,