Greek Meaning of splenetic

σπληνικός

Other Greek words related to σπληνικός

Definitions and Meaning of splenetic in English

Wordnet

splenetic (a)

of or relating to the spleen

Wordnet

splenetic (s)

very irritable

FAQs About the word splenetic

σπληνικός

of or relating to the spleen, very irritable

οξύ,θυμωμένος,χολερικός,γκρινιάρης,δυσάρεστος,δυσπεπτικός,εκνευρισμένος,ευερέθιστος,εκνευρισμένος,μουρτζούφλης

ευχάριστος,φιλικός,φιλικός,καλοήθης,χαρούμενος,φιλικός,ενθουσιώδης,φιλικός,ήπιος,καλόκαρδος

splenectomy => σπληνεκτομή, splendour => Μεγαλοπρέπεια, splendor => Μεγαλοπρέπεια, splendiferous => λαμπρός, splendidly => υπέροχα,