Greek Meaning of argumentative
επιχειρηματικός
Other Greek words related to επιχειρηματικός
- επιθετικός
- Αμφιλεγόμενος
- αμφιλεγόμενος
- πολεμική
- πολεμικός
- πεισματάρης
- πολεμοχαρής
- εμπόλεμος
- μαχητικός
- φιλονικητής
- μάχη
- ευερέθιστος
- μαχητής
- μαχητικός
- φιλονικός
- Αγενής
- φτωχό
- παράλογος
- πολεμικός
- εκούσιος
- Όξινος
- δύστροπος
- πολεμώντας
- πτωτικός
- χολερικός
- γκρινιάρης
- κακόβουλος
- χολερικός
- αντίθετος
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- σταυρός
- δυσάρεστος
- ανυπάκουος
- δυσπεπτικός
- πνευματώδης
- ευέξαπτος
- ανήσυχος
- δυσάρεστος
- μονομάχος
- Γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- θυμωμένος
- Κακόκεφος
- Κακότροπος
- Ευερέθιστος (Efvréthistos)
- απείθαρχος
- αδάμαστος
- ευέξαπτος
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- εκνευρισμένος
- δύστροπος
- διεστραμμένος
- γκρινιάρης
- πείσμων
- πεισματάρης
- γκρινιάρης
- ανυπότακτος
- πυρίμαχος
- ανθεκτικό
- ανήσυχος
- απότομος
- σπληνικός
- μουρτζούφλης
- ευερέθιστος
- ευαίσθητος
- άγριος
- άκαμπτος
- αδιάλλακτος
- μη συνεργάσιμος
- αμετάπειστος
- εμπόλεμος
- σφηκοειδής
- ατίθασος
- εσκεμμένος
- Φιλικός
- ευχάριστος
- Επιδεκτικός
- φιλικός
- φιλικός
- φιλάνθρωπος
- υπάκουος
- συμβιβαστικός
- συνεταιρισμός
- φιλικός
- εύκολος
- φιλικός
- λαμπρός
- καλόκαρδος
- φιλεύσπλαχνος
- εγκάρδιος
- ευχάριστος
- κοινωνικός
- συμμορφούμενος
- συγκαταβατικός
- συμβατός
- υπάκουος
- Καλοσυνάτος
- υπάκουος
- προθυμος
- ειρηνικός
- υποτακτικός
- χειραγωγίσιμος
- Ειρηνικός
- ειρηνικός
Nearest Words of argumentative
Definitions and Meaning of argumentative in English
argumentative (a)
given to or characterized by argument
argumentative (a.)
Consisting of, or characterized by, argument; containing a process of reasoning; as, an argumentative discourse.
Adductive as proof; indicative; as, the adaptation of things to their uses is argumentative of infinite wisdom in the Creator.
Given to argument; characterized by argument; disputatious; as, an argumentative writer.
FAQs About the word argumentative
επιχειρηματικός
given to or characterized by argumentConsisting of, or characterized by, argument; containing a process of reasoning; as, an argumentative discourse., Adductive
επιθετικός,Αμφιλεγόμενος,αμφιλεγόμενος,πολεμική,πολεμικός,πεισματάρης,πολεμοχαρής,εμπόλεμος,μαχητικός,φιλονικητής
Φιλικός,ευχάριστος,Επιδεκτικός,φιλικός,φιλικός,φιλάνθρωπος,υπάκουος,συμβιβαστικός,συνεταιρισμός,φιλικός
argumentation => Επιχειρηματολογία, argumental => Επιχειρηματικός, argumentable => αμφισβητήσιμος, argument => επιχείρημα, argulus => Αργύλος,