Greek Meaning of argumentation
Επιχειρηματολογία
Other Greek words related to Επιχειρηματολογία
- επιχείρημα
- συμβουλεύω
- διαβούλευση
- συζήτηση
- συζήτηση
- μιλάω
- Μπροστά και πίσω
- συζήτηση
- Συλλογισμοί
- Συνέδριο
- συμβουλευτική
- συνομιλία
- δικηγόρος
- συζήτηση
- διάλογος
- Διάλογος
- συνάντηση
- διαμάχη
- παζάρεμα
- Τσάρκα
- συνομιλία
- Δωμάτιο συνομιλίας
- κουβέντα
- Συμβούλιο
- λόγος
- διατριβή
- Φόρουμ
- Δούναι και λαβείν
- διαπραγμάτευση
- κουβέντα
- συνομιλίες
- Ραπ
- τραπέζι στρογγυλό
- σεμινάριο
- Άσκηση κρανίου
- Συνεδρία κρανίου
- συμπόσιο
- μαραθώνιος συζήτησης
- λέξεις
Nearest Words of argumentation
Definitions and Meaning of argumentation in English
argumentation (n)
a discussion in which reasons are advanced for and against some proposition or proposal
a course of reasoning aimed at demonstrating a truth or falsehood; the methodical process of logical reasoning
argumentation (n.)
The act of forming reasons, making inductions, drawing conclusions, and applying them to the case in discussion; the operation of inferring propositions, not known or admitted as true, from facts or principles known, admitted, or proved to be true.
Debate; discussion.
FAQs About the word argumentation
Επιχειρηματολογία
a discussion in which reasons are advanced for and against some proposition or proposal, a course of reasoning aimed at demonstrating a truth or falsehood; the
επιχείρημα,συμβουλεύω,διαβούλευση,συζήτηση,συζήτηση,μιλάω,Μπροστά και πίσω,συζήτηση,Συλλογισμοί,Συνέδριο
No antonyms found.
argumental => Επιχειρηματικός, argumentable => αμφισβητήσιμος, argument => επιχείρημα, argulus => Αργύλος, arguing => υποστηρίζοντας,