Greek Meaning of argumentatively

διαλεκτικά

Other Greek words related to διαλεκτικά

Definitions and Meaning of argumentatively in English

Wordnet

argumentatively (r)

in a disputatious manner

FAQs About the word argumentatively

διαλεκτικά

in a disputatious manner

επιθετικός,Αμφιλεγόμενος,αμφιλεγόμενος,πολεμική,πολεμικός,πεισματάρης,πολεμοχαρής,εμπόλεμος,μαχητικός,φιλονικητής

Φιλικός,ευχάριστος,Επιδεκτικός,φιλικός,φιλικός,φιλάνθρωπος,υπάκουος,συμβιβαστικός,συνεταιρισμός,φιλικός

argumentative => επιχειρηματικός, argumentation => Επιχειρηματολογία, argumental => Επιχειρηματικός, argumentable => αμφισβητήσιμος, argument => επιχείρημα,