Greek Meaning of gladiatorial

μονομάχος

Other Greek words related to μονομάχος

Definitions and Meaning of gladiatorial in English

Wordnet

gladiatorial (a)

of or relating to or resembling gladiators or their combat

Webster

gladiatorial (a.)

Alt. of Gladiatorian

FAQs About the word gladiatorial

μονομάχος

of or relating to or resembling gladiators or their combatAlt. of Gladiatorian

επιθετικός,αγωνιστικό,μαχητικός,Αμφιλεγόμενος,εχθρικός,μαχητής,πολεμικός,Όξινος,ανταγωνιστικός,επιχειρηματικός

φιλικός,φιλάνθρωπος,φιλικός,καλόκαρδος,μη επιθετικός,Ειρηνικός,ειρηνικός,ειρηνικός,ευχάριστος,ειρηνικός

gladiator => μονομάχος, gladiate => μονομάχος, gladfulness => χαρά, gladful => χαρμόσυνος, gladeye => βλέμμα οφθαλμού,