Greek Meaning of bristly
τριχωτός
Other Greek words related to τριχωτός
Nearest Words of bristly
- bristly locust => ακρίδα
- bristly oxtongue => Γλώσσα του βοδιού
- bristly sarsaparilla => σαρσαπάριλλα
- bristly sarsparilla => Σάρσα παρίλλη η σκληρά
- bristol channel => Κανάλι του Μπρίστολ
- brit => Βρετανός
- britain => Μεγάλη Βρετανία
- britannia => Βρετανία
- britannia metal => Μεταλλικό κράμα βρεταννία
- britannic => Βρετανικός
Definitions and Meaning of bristly in English
bristly (s)
very irritable
having or covered with protective barbs or quills or spines or thorns or setae etc.
bristly (a.)
Thick set with bristles, or with hairs resembling bristles; rough.
FAQs About the word bristly
τριχωτός
very irritable, having or covered with protective barbs or quills or spines or thorns or setae etc.Thick set with bristles, or with hairs resembling bristles; r
τριχωτός,τριχωτός,μεταξένιος,γένιος,θάμνος,βαμβακώδης,χνουδωτός,αφράτο,γούνινος,γούνινος
φαλακρός,φαλακρός,φαλακρός,κουρεμένος,λείο,άμουσος,αδριής,ξυρισμένος,ξυρισμένος
bristling => τραχύς, bristliness => τριχοφυΐα, bristletail => Θυσανουρα, bristle-shaped => Σχήμα τρίχας, bristle-pointed => Εστιγμένος,