Greek Meaning of wooly
μάλλινο
Other Greek words related to μάλλινο
Nearest Words of wooly
- woolworth => Woolworth
- woolward-going => Ουόργουορντ-γκόινγκ
- woolward => Γούντγουαρντ
- woolstock => Γούννα
- woolsorter's pneumonia => Πνευμονία των επεξεργαστών μαλλιού
- woolsorter's disease => Νόσος ταξινομητών μαλλιού
- woolsorter => ταξινομητής μαλλιού
- woolsack => Woolsack
- woolmen => εριουργοί
- woolman => έμπορος μαλλιού
Definitions and Meaning of wooly in English
wooly (s)
having a fluffy character or appearance
confused and vague; used especially of thinking
covered with dense often matted or curly hairs
FAQs About the word wooly
μάλλινο
having a fluffy character or appearance, confused and vague; used especially of thinking, covered with dense often matted or curly hairs
ασαφής,τριχωτός,τριχωτός,χνουδωτός,αφράτο,γούνινος,τραχύς,τριχωτός,πάνα,φουσκωμένος
φαλακρός,φαλακρός,φαλακρός,κουρεμένος,λείο,άμουσος,αδριής,ξυρισμένος,ξυρισμένος
woolworth => Woolworth, woolward-going => Ουόργουορντ-γκόινγκ, woolward => Γούντγουαρντ, woolstock => Γούννα, woolsorter's pneumonia => Πνευμονία των επεξεργαστών μαλλιού,