Greek Meaning of woolman
έμπορος μαλλιού
Other Greek words related to έμπορος μαλλιού
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of woolman
- woolly-stemmed => χνουδωτό
- woolly-headed => μαλλιαρός
- woolly-head => Μάλλινος
- woolly-haired => Σγουρός
- woolly thistle => Γαϊδουράγκαθο
- woolly sunflower => Ηλιάνθος ο εριοφόρος
- woolly rhinoceros => μαλλιαρός ρινόκερος
- woolly plant louse => Μαλλιαρό αφίδι
- woolly mullein => Φλόμος ο ολοφυλλος
- woolly monkey => Χλοοπίθηκος
- woolmen => εριουργοί
- woolsack => Woolsack
- woolsorter => ταξινομητής μαλλιού
- woolsorter's disease => Νόσος ταξινομητών μαλλιού
- woolsorter's pneumonia => Πνευμονία των επεξεργαστών μαλλιού
- woolstock => Γούννα
- woolward => Γούντγουαρντ
- woolward-going => Ουόργουορντ-γκόινγκ
- woolworth => Woolworth
- wooly => μάλλινο
Definitions and Meaning of woolman in English
woolman (n.)
One who deals in wool.
FAQs About the word woolman
έμπορος μαλλιού
One who deals in wool.
No synonyms found.
No antonyms found.
woolly-stemmed => χνουδωτό, woolly-headed => μαλλιαρός, woolly-head => Μάλλινος, woolly-haired => Σγουρός, woolly thistle => Γαϊδουράγκαθο,