FAQs About the word woolward-going

Ουόργουορντ-γκόινγκ

A wearing of woolen clothes next the skin as a matter of penance.

No synonyms found.

No antonyms found.

woolward => Γούντγουαρντ, woolstock => Γούννα, woolsorter's pneumonia => Πνευμονία των επεξεργαστών μαλλιού, woolsorter's disease => Νόσος ταξινομητών μαλλιού, woolsorter => ταξινομητής μαλλιού,