FAQs About the word furred

γούνινος

covered with a dense coat of fine silky hairsof Fur

τριχωτός,τριχωτός,μεταξένιος,γένιος,τριχωτός,θάμνος,βαμβακώδης,χνουδωτός,αφράτο,γούνινος

φαλακρός,αδριής,φαλακρός,φαλακρός,κουρεμένος,λείο,άμουσος,ξυρισμένος,ξυρισμένος

fur-piece => γούνα, furosemide => Φουροσεμίδη, furore => φουρόρε, furor => οργή, furoin => Φουροϊνη,