Greek Meaning of moustachioed

με μουστάκι

Other Greek words related to με μουστάκι

Definitions and Meaning of moustachioed in English

moustachioed

a large mustache, mustache

FAQs About the word moustachioed

με μουστάκι

a large mustache, mustache

γένιος,γενειοφόρος,τριχωτός,μουσάτος,τριχωτός,θάμνος,βαμβακώδης,χνουδωτός,γούνινος,γούνινος

φαλακρός,φαλακρός,φαλακρός,κουρεμένος,λείο,άμουσος,αδριής,ξυρισμένος,ξυρισμένος

mousiness => μπόχα ποντικού, mousily => αθόρυβα, mousetrapping => παγίδα για ποντίκια, mousetrapped => παγιδευμένος σε ποντικοπαγίδα, mouses => ποντίκια,