Greek Meaning of mouthing (down)

μορφάζω (κάτω)

Other Greek words related to μορφάζω (κάτω)

Definitions and Meaning of mouthing (down) in English

mouthing (down)

No definition found for this word.

FAQs About the word mouthing (down)

μορφάζω (κάτω)

χώνω (κάτω),χώνεψη,λαιμαργία (με),τρωκτικό (σε ή επί),Καταβρόχθιση (πάνω ή κάτω),τσιμπολόγημα,συμμετέχοντας (σε),μαζεύω,βάζω μακριά,Κατεβάζω

No antonyms found.

mouthed (off) => Μιλάω άσχημα, mouthed (down) => στόμα (κάτω), mouth (off) => στόμα (κλειστό), mouth (down) => στόμα (κάτω), moustachioed => με μουστάκι,