Greek Meaning of gnawing (at or on)
τρωκτικό (σε ή επί)
Other Greek words related to τρωκτικό (σε ή επί)
- Καταβρόχθιση (πάνω ή κάτω)
- τσιμπολόγημα
- μαζεύω
- Μάσηση
- χώνω (κάτω)
- καταβροχθίζοντας
- λαιμαργία (με)
- καταπίνω
- τσίχλα
- λίπανση
- μορφάζω (κάτω)
- συμμετέχοντας (σε)
- Γέμισμα
- βάζω μακριά
- απολαμβάνοντας
- απολαμβάνοντας
- απόλαυση
- χλευασμός
- απρόσεκτος
- καταπίνω (κάτω)
- γευσιγνωσία
- κρύβοντας (μακριά ή μέσα)
- λύκος
- συμπόσιο
- κεραυνοβολία
- πρωιναίζει
- καταναλωτικός
- χώνεψη
- τραπεζαρία
- αποστολή
- κάθοδος
- τρώω
- διέρχομαι
- γιορτή
- αδηφαγία
- λαίμαργος
- κατανάλωση
- Γεύμα
- μάσημα
- Νοσηλευτική
- Γυάλισμα
- Κατεβάζω
- διασκεδαστικό
- σνακ
- δείπνο
- Κατάποση
- μεθυσμένος
Nearest Words of gnawing (at or on)
Definitions and Meaning of gnawing (at or on) in English
gnawing (at or on)
No definition found for this word.
FAQs About the word gnawing (at or on)
τρωκτικό (σε ή επί)
Καταβρόχθιση (πάνω ή κάτω),τσιμπολόγημα,μαζεύω,Μάσηση,χώνω (κάτω),καταβροχθίζοντας,λαιμαργία (με),καταπίνω,τσίχλα,λίπανση
No antonyms found.
gnawers => τρωκτικά, gnawed (on) => ροκανισμένο (σε), gnawed (at) => τρωγόμουν (κάτι), gnawed (at or on) => Ροκανίζω (σε ή πάνω), gnaw (on) => Τρώω (κάτι),