Greek Meaning of glutting (on)

λαιμαργία (με)

Other Greek words related to λαιμαργία (με)

Definitions and Meaning of glutting (on) in English

glutting (on)

No definition found for this word.

FAQs About the word glutting (on)

λαιμαργία (με)

χώνω (κάτω),τρωκτικό (σε ή επί),Καταβρόχθιση (πάνω ή κάτω),μορφάζω (κάτω),τσιμπολόγημα,συμμετέχοντας (σε),μαζεύω,καταπίνω (κάτω),κρύβοντας (μακριά ή μέσα),κεραυνοβολία

No antonyms found.

glutted (on) => γεμάτος (με), gluts => περίσσειες, glut (on) => υπερβολή (σε), glues => κόλλες, glueing => Κόλλημα,