Greek Meaning of partaking (of)

συμμετέχοντας (σε)

Other Greek words related to συμμετέχοντας (σε)

Definitions and Meaning of partaking (of) in English

partaking (of)

No definition found for this word.

FAQs About the word partaking (of)

συμμετέχοντας (σε)

καταναλωτικός,τρώω,βάζω μακριά,κρύβοντας (μακριά ή μέσα),Μάσηση,καταβροχθίζοντας,τρωκτικό (σε ή επί),Καταβρόχθιση (πάνω ή κάτω),κατανάλωση,μορφάζω (κάτω)

No antonyms found.

partakes => συμμετέχει, partaken (of) => πήρε μέρος (σε), partake (of) => Συμμετέχει σε, part(s) => μέρος(η), part and parcel => μέρος και δεμάτιο,