Greek Meaning of polishing off
Γυάλισμα
Other Greek words related to Γυάλισμα
- Μάσηση
- φινίρισμα
- τρωκτικό (σε ή επί)
- μορφάζω (κάτω)
- τσιμπολόγημα
- τσιμπάω (κάποιον)
- αποστολή
- Καταβρόχθιση (πάνω ή κάτω)
- απορρίπτειν
- λίπανση
- μάσημα
- βάζω μακριά
- στοχαστικός/ή
- η διαμόρφωση
- χλευασμός
- λύκος
- καταναλωτικός
- καταβροχθίζοντας
- ποτό
- τρώω
- κατέβασμα
- αδηφαγία
- καταπίνω
- καταβροχθίζω
- απορροφητικότητα
- κατανάλωση
- καταπίνων
- γουλιά
- δείπνο
- Κατάποση
Nearest Words of polishing off
- polishes => γυαλίζει
- polished off => έφαγε όλο
- policing (up) => έλεγχος (της κατάστασης)
- policewomen => Αστυνομίνες
- police reporter => Αστυνομικός συντάκτης
- police officers => αστυνομικοί
- police forces => αστυνομικές δυνάμεις
- police (up) => αστυνομία (πάνω)
- polestars => πόλοι
- poking fun at => Χλευάζω
Definitions and Meaning of polishing off in English
polishing off
to finish off or dispose of rapidly or completely
FAQs About the word polishing off
Γυάλισμα
to finish off or dispose of rapidly or completely
Μάσηση,φινίρισμα,τρωκτικό (σε ή επί),μορφάζω (κάτω),τσιμπολόγημα,τσιμπάω (κάποιον),αποστολή,Καταβρόχθιση (πάνω ή κάτω),απορρίπτειν,λίπανση
No antonyms found.
polishes => γυαλίζει, polished off => έφαγε όλο, policing (up) => έλεγχος (της κατάστασης), policewomen => Αστυνομίνες, police reporter => Αστυνομικός συντάκτης,