Greek Meaning of pecking (at)

τσιμπάω (κάποιον)

Other Greek words related to τσιμπάω (κάποιον)

Definitions and Meaning of pecking (at) in English

pecking (at)

to take small bites of (food)

FAQs About the word pecking (at)

τσιμπάω (κάποιον)

to take small bites of (food)

Ξύσιμο, γδάρσιμο,ενοχλητικό,επαιτεία,ενοχλητικός,Περίπατος με το σκύλο,henpecking,καταδίωξη,γκρινιάρης,επείγον,γκρινιάζοντας

επαινετικός,Συστήνοντας,Κατασκευή,αποθεώνοντας,κολακευτικό,χειροκροτώντας,εξυμνώντας,διαφήμιση,επαινετικό

pecked (at) => τσιμπολογώ, peck orders => ιεραρχίες, peck order => ιεραρχία, peck (at) => κλωσάω, peccadilloes => αμαρτήματα,