Greek Meaning of peck (at)

κλωσάω

Other Greek words related to κλωσάω

Definitions and Meaning of peck (at) in English

peck (at)

to take small bites of (food)

FAQs About the word peck (at)

κλωσάω

to take small bites of (food)

ικετεύω,ενοχλώ,σκύλος,κυνηγόσκυλο,γκρινιάζω,βελόνα,παράπονο,παρόρμηση,επικρίνω (κάποιον),ενοχλώ

επαίνω,κομπλιμέντο,Έπαινος,συστήνω,χειροκροτώ,χτίζω,Επαινεῖν,όλα,εκδήλωση θαυμασμού,επαινέω

peccadilloes => αμαρτήματα, peasants => αγρότες, pearls => μαργαριτάρια, pearling => μαργαριταρένιο, pearled => μάργαρο,