Greek Meaning of goading

πρόκληση

Other Greek words related to πρόκληση

Definitions and Meaning of goading in English

Wordnet

goading (n)

a verbalization that encourages you to attempt something

Webster

goading (p. pr. & vb. n.)

of Goad

FAQs About the word goading

πρόκληση

a verbalization that encourages you to attempt somethingof Goad

ενθαρρυντικός,σπρώξιμο,επείγον,πειθώ,παροτρύνοντας,σπρώξιμο,Υποδεικνύωντας,προωθητική,ωθώντας,κίνητρο

έλεγχος,αποτρεπτικός,αποθαρρυντικός,αποτρεπτικός,συγκρατημένος,φρενάρισμα,περιοριστική,κράσπεδο,συγκράτηση,ανασταλτικός

goaded => παρότρυνε, goad => παρακινώ, goa powder => Μοσχαρίσιο κρέας σκόνη, goa bean vine => Φασολάκια με Φτερα, goa bean => Φασόλια,