Greek Meaning of restraining
συγκρατημένος
Other Greek words related to συγκρατημένος
- περιέχοντας
- Ελεγχόμενος
- κράσπεδο
- φύλαξη
- Ρυθμιστικό
- Χαλινάρι
- έλεγχος
- περιοριστική
- Κυβερνών
- κατοχή
- ανασταλτικός
- μέτρηση
- τραβώντας
- κυρίαρχος
- αποπνικτικός
- στάση
- κατασταλτικός
- εξημέρωση
- συναρπαστικός
- αποκλεισμός
- εμφιάλωση
- πνιγμός (πίσω)
- εμποδίζοντας
- χειροπέδες
- εμποδίζοντας
- συγκράτηση
- εμποδίζοντας
- διακόπτωντας
- κιμάς
- σιγκαίνω
- εμποδίζοντας
- βάζω στην τσέπη
- περιορισμός (σε)
- καταπιεστικός
- σιωπηρή
- βύθιση
- ασφυκτικός
- καταπιεστικός
- Κατάποση
Nearest Words of restraining
- restrainment => περιορισμός
- restraint => συγκράτηση
- restraint of trade => Περιορισμός του εμπορίου
- restrengthen => ενισχύω εκ νέου
- restrict => περιορίζω
- restricted => περιορισμένος
- restricting => περιοριστικός
- restriction => περιορισμός
- restriction endonuclease => Περιοριστική ενδονουκλεάση
- restriction enzyme => Ενζυμο περιορισμού
Definitions and Meaning of restraining in English
restraining (p. pr. & vb. n.)
of Restrain
FAQs About the word restraining
συγκρατημένος
of Restrain
περιέχοντας,Ελεγχόμενος,κράσπεδο,φύλαξη,Ρυθμιστικό,Χαλινάρι,έλεγχος,περιοριστική,Κυβερνών,κατοχή
χαλάρωση,Χάνοντας,εκφράζοντας,απελευθερωτικός,αερισμός,χαλαρός,παίρνοντας έξω,απελευθερώνοντας,εξαερισμός
restrainer => συγκρατητής, restrainedly => συγκρατημένα, restrained => συγκρατημένος, restrainable => Εγκρατής, restrain => Αναχαιτίζω,