Greek Meaning of restrainedly
συγκρατημένα
Other Greek words related to συγκρατημένα
Nearest Words of restrainedly
Definitions and Meaning of restrainedly in English
restrainedly (adv.)
With restraint.
FAQs About the word restrainedly
συγκρατημένα
With restraint.
φθηνά,συντηρητικά,οικονομικά,μέτρια,φτωχά,με σύνεση,λογικά,Λογικά,λιτά,φθηνά
ακριβό,σπάταλα,μεγαλοπρεπώς,υψηλός,εντυπωσιακά,μεγάλος,πλουσιοπάροχα,πολυτελώς,μεγαλοπρεπώς,πλούσια
restrained => συγκρατημένος, restrainable => Εγκρατής, restrain => Αναχαιτίζω, restoring => Αποκατάσταση, restorer => Αποκαταστάτης,