Greek Meaning of economically
οικονομικά
Other Greek words related to οικονομικά
Nearest Words of economically
- economical => οικονομικός
- economic theory => Οικονομική θεωρία
- economic system => οικονομικό σύστημα
- economic strangulation => οικονομικός στραγγαλισμός
- economic science => Οικονομική επιστήμη
- economic rent => οικονομική ενοικίαση
- economic process => οικονομική διαδικασία
- economic policy => οικονομική πολιτική
- economic mobilization => οικονομική κινητοποίηση
- economic mobilisation => Οικονομική κινητοποίηση
- economics => οικονομικά
- economics department => Τμήμα Οικονομικών Επιστημών
- economics profession => Οικονομική επάγγελμα
- economies => οικονομίες
- economise => εξοικονομώ
- economiser => εξοικονομητής
- economist => οικονομολόγος
- economization => εξοικονόμηση
- economize => εξοικονομώ
- economized => εξοικονομήσει
Definitions and Meaning of economically in English
economically (r)
with respect to economic science
in an economical manner
with respect to the economic system
economically (adv.)
With economy; with careful management; with prudence in expenditure.
FAQs About the word economically
οικονομικά
with respect to economic science, in an economical manner, with respect to the economic systemWith economy; with careful management; with prudence in expenditur
φθηνά,λιτά,φθηνά,πενιχρά,φτωχά,φειδωλά,συντηρητικά,μέτρια,με σύνεση,λογικά
ακριβό,σπάταλα,μεγαλοπρεπώς,υψηλός,εντυπωσιακά,πλουσιοπάροχα,πολυτελώς,μεγαλοπρεπώς,μεγαλοπρεπώς, πλουσιοπάροχα,πλούσια
economical => οικονομικός, economic theory => Οικονομική θεωρία, economic system => οικονομικό σύστημα, economic strangulation => οικονομικός στραγγαλισμός, economic science => Οικονομική επιστήμη,