Greek Meaning of sparingly
φειδωλά
Other Greek words related to φειδωλά
Nearest Words of sparingly
Definitions and Meaning of sparingly in English
sparingly (r)
to a meager degree or in a meager manner
FAQs About the word sparingly
φειδωλά
to a meager degree or in a meager manner
φθηνά,οικονομικά,λιτά,φθηνά,πενιχρά,φτωχά,αραιά,οικονομικά,συντηρητικά,μέτρια
ακριβό,σπάταλα,μεγαλοπρεπώς,υψηλός,πλουσιοπάροχα,πολυτελώς,μεγαλοπρεπώς, πλουσιοπάροχα,πλούσια,μεγαλοπρεπώς,λιπαρός
sparing => οικονομικός, sparidae => Σπαρίδες, sparid fish => Σπαρίδες, sparid => Σπαρίδες, sparge pipe => Σωλήνας ψεκασμού,