Greek Meaning of opulently

μεγαλοπρεπώς, πλουσιοπάροχα

Other Greek words related to μεγαλοπρεπώς, πλουσιοπάροχα

Definitions and Meaning of opulently in English

Wordnet

opulently (r)

in a sumptuous and opulent manner

FAQs About the word opulently

μεγαλοπρεπώς, πλουσιοπάροχα

in a sumptuous and opulent manner

άνετα,ακριβό,σπάταλα,υψηλός,μεγάλος,πολυτελώς,πλούσια,μεγαλοπρεπώς,λιπαρός,καλό

αυστηρά,ταπεινά,μετριοπαθώς,προφανώς,φτωχά,απλά,φθηνά,συντηρητικά,οικονομικά,λιτά

opulent => πολυτελής, opulency => πλούτος, opulence => λαμπρότητα, optometry => Οπτομετρία, optometrist => Οπτομέτρης,