Greek Meaning of comfortably
άνετα
Other Greek words related to άνετα
- με άνεση
- καλό
- επιδεικτικά
- πλούσια
- μεγαλοπρεπώς
- ανέκφραστα
- εντυπωσιακά
- επιεικώς
- ανεξέλεγκτα
- πολυτελώς
- μεγαλοπρεπώς
- επιβλητικά
- επιτηδευμένα
- σπάταλα
- σπάταλα
- ακριβό
- σπάταλα
- λιπαρός
- μεγαλοπρεπώς
- υψηλός
- επιβλητικά
- μεγάλος
- πλουσιοπάροχα
- μεγαλοπρεπώς, πλουσιοπάροχα
- πλούσια
- υπέροχα
- μεγαλοπρεπώς
- αυθαίρετα
- πολυτελές
Nearest Words of comfortably
Definitions and Meaning of comfortably in English
comfortably (r)
in mental comfort; without stress
in physical comfort
in financial comfort
FAQs About the word comfortably
άνετα
in mental comfort; without stress, in physical comfort, in financial comfort
με άνεση,καλό,επιδεικτικά,πλούσια,μεγαλοπρεπώς,ανέκφραστα,εντυπωσιακά,επιεικώς,ανεξέλεγκτα,πολυτελώς
αυστηρά,οικονομικά,ταπεινά,μετριοπαθώς,προφανώς,απλά,φθηνά,συντηρητικά,λιτά,φθηνά
comfortableness => άνεση, comfortable => άνετος, comfort zone => Ζώνη άνεσης, comfort woman => Γυναίκα παρηγοριάς, comfort station => Τουαλέτα,