Greek Meaning of comforted

παρηγορημένος

Other Greek words related to παρηγορημένος

Definitions and Meaning of comforted in English

Wordnet

comforted (s)

made comfortable or more comfortable in a time of distress

FAQs About the word comforted

παρηγορημένος

made comfortable or more comfortable in a time of distress

γενναίος,γενναίος,ενθάρρυνε,καθησυχασμένος,ανέκφοβος,περιπετειώδης,έντονος,Τολμηρός,ανίκητος,αποφασισμένος

φοβισμένος,ταραγμένος,ανήσυχος,ανήσυχος,προσεκτικός,προσεκτικός,διστακτικός,διαταραγμένος,φοβισμένος,τρομοκρατημένος

comfortably => άνετα, comfortableness => άνεση, comfortable => άνετος, comfort zone => Ζώνη άνεσης, comfort woman => Γυναίκα παρηγοριάς,